absoute
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- absoute < absolte < absoudre
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
absoute | absoutes |
absoute (fr) θηλυκό
- (θρησκεία)
- νεκρώσιμες προσευχές γύρω από το φέρετρο, μετά τη λειτουργία
- célébrer / dire / donner / prononcer l'absoute - εορτάζω / λέω / δίνω / προφέρω την άφεση των αμαρτιών
- δημόσια άφεση των αμαρτιών, τη Μεγάλη Τετάρτη το βράδυ στις μητροπόλεις ή τη Μεγάλη Πέμπτη το πρωί
- νεκρώσιμες προσευχές γύρω από το φέρετρο, μετά τη λειτουργία
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
absoute στη γαλλική Βικιπαίδεια