abstersion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
abstersion | abstersions |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
abstersion (fr) θηλυκό
- (ιατρική) καθαρισμός ενός τραύματος
ενικός | πληθυντικός |
abstersion | abstersions |
abstersion (fr) θηλυκό