abstrakta
Εσπεράντο (eo) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abstrakta | abstraktaj |
αιτιατική | abstraktan | abstraktajn |
abstrakta (eo)