abstynencja
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- abstynencja < λατινική abstinentia
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
abstynencja (pl) θηλυκό
- η αποχή
abstynencja (pl) θηλυκό