abstynencja
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- abstynencja < λατινική abstinentia
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]abstynencja (pl) θηλυκό
- η αποχή
abstynencja (pl) θηλυκό