accélérographe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.kse.le.ʁɔ.ɡʁaf/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
accélérographe | accélérographes |
accélérographe (fr) αρσενικό