accastillage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
accastillage | accastillages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
accastillage (fr) αρσενικό
- το σύνολο των εξαρτημάτων, ο εξοπλισμός, ενός πλοιαρίου