accelerated
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
accelerated (en)
- αόριστος & παθητική μετοχή αορίστου του accelerate
accelerated (en)