accenser

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

accenser (fr)

  1. (νομικός όρος) (πριν τη Γαλλική επανάσταση) συνδέω δύο αγαθά ώστε να φέρονται ως ένα
  2. (κατ’ επέκταση) συνδέω δύο χωριά υπό την ίδια διοίκηση
  3. ορθογραφική παραλλαγή του acenser