Μετάβαση στο περιεχόμενο

accentuation

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

accentuation (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ksɑ̃.tya.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
accentuation accentuations

accentuation (fr) θηλυκό