accentuation
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]accentuation (en)
- ο τονισμός
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ak.sɑ̃.tɥaˈsjɔ̃/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ac‐cen‐tua‐tion
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| accentuation | accentuations |
accentuation (fr) θηλυκό
- ο τονισμός
Πηγές
[επεξεργασία]- accentuation - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé