acceptable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός acceptable
συγκριτικός more acceptable
υπερθετικός most acceptable

Ετυμολογία [επεξεργασία]

acceptable < accept + -able

Επίθετο[επεξεργασία]

acceptable (en)

  1. ανεκτός, σωστός, που εγκρίνεται από τους περισσότερους ανθρώπους μιας κοινωνίας
    This behavior is not acceptable.
    Αυτή η συμπεριφορά σου δεν είναι ανεκτή.
    It is not acceptable to tell lies.
    Δεν είναι σωστό να λες ψέματα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη right
  2. δεκτός, για κάποιον που συμφωνεί ότι είναι αρκετά καλός ή επιτρέπεται
    if it is acceptable to your parents - αν είναι δεκτό από τους γονείς σου
    Your offer is not acceptable.
    Η προσφορά του δεν είναι δεκτή.
  3. ανεκτός, καλούτσικος, όχι πολύ καλό αλλά αρκετά καλό
    -“What was the food like?” -“Acceptable.
    -«Πώς ήταν το φαΐ;» -«Ανεκτό
    an acceptable knowledge of English - καλούτσικα αγγλικά
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη satisfactory

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ksɛp.tabl/
 

Επίθετο[επεξεργασία]

acceptable (fr)

  1. δεκτός, ανεκτός
  2. ικανοποιητικός
  3. υποφερτός