Μετάβαση στο περιεχόμενο

accepting

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

accepting (en)

  • δεκτικός, δέχομαι εύκολα, εκείνος που αποδέχεται, που χαρακτηρίζεται από την τάση να είναι βολικός
      He is accepting of new ideas.
    Είναι δεκτικός στις νέες ιδέες.
      I am accepting of new ideas.
    Δέχομαι εύκολα τις νέες ιδέες.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

accepting (en)