access point
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
access point (en)
- (δίκτυο υπολογιστών) σημείο πρόσβασης, συντομογραφία του wireless access point
Υπερώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
access point στην αγγλική Βικιπαίδεια