accessoire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ksɛ.swaʁ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
accessoire (fr)
- το αξεσουάρ, το ανταλλακτικό, το εξάρτημα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
accessoire (fr)