accessorio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- accessorio < λατινική accessorium < ad + cedere
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
accessorio (it) αρσενικό