accidentally
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.2.1
Συνώνυμα
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
accidentally
<
accidental
+
-ly
Επίρρημα
[
επεξεργασία
]
accidentally
(en)
τυχαία
,
τυχαίως
,
συμπτωματικά
Συνώνυμα
[
επεξεργασία
]
by accident
on accident
inadvertently
unawares
unintentionally
unwittingly
Πηγές
[
επεξεργασία
]
accidentally
-
Oxford Learner's Dictionaries
Κατηγορίες
:
Λέξεις με επίθημα -ly (αγγλικά)
Αγγλική γλώσσα
Επιρρήματα (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
አማርኛ
العربية
Català
English
Español
Eesti
Suomi
Français
हिन्दी
Magyar
Հայերեն
Ido
Íslenska
Italiano
日本語
한국어
Kurdî
Lietuvių
Malagasy
മലയാളം
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Oromoo
Polski
پښتو
Português
Русский
سنڌي
Sängö
ၽႃႇသႃႇတႆး
Simple English
Svenska
தமிழ்
తెలుగు
ไทย
Türkçe
اردو
Tiếng Việt
中文