accompagnatrice
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| accompagnatrice | accompagnatrices |
accompagnatrice (fr) θηλυκό
- η συνοδός
| ενικός | πληθυντικός |
| accompagnatrice | accompagnatrices |
accompagnatrice (fr) θηλυκό