accompaniment
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
accompaniment | accompaniments |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]accompaniment (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, μουσική) το ακομπανιαμέντο, η συνοδεία, μουσική που παίζεται για να υποστηρίξει το τραγούδι ή άλλο όργανο
- ↪ He sang without accompaniment.
- Τραγούδησε χωρίς ακομπανιαμέντο.
- ↪ She played piano with the accompaniment of an orchestra.
- Έπαιξε πιάνο με συνοδεία ορχήστρας.
- ↪ He sang without accompaniment.