accompaniment
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
accompaniment | accompaniments |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]accompaniment (en)
ενικός | πληθυντικός |
accompaniment | accompaniments |
accompaniment (en)