accompli
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
accompli (fr)
Μετοχή[επεξεργασία]
accompli (fr)
- μετοχή αορίστου του ρήματος accomplir: τετελεσμένος
accompli (fr)
accompli (fr)