accostage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
accostage | accostages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
accostage (fr) αρσενικό
- το πλεύρισμα
- η προσέγγιση δύο αστροσκαφών
- (οικείο) το πλησίασμα κάποιου