accoutumance
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ku.ty.mɑ̃s/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
accoutumance | accoutumances |
accoutumance (fr) θηλυκό
- ο εθισμός
ενικός | πληθυντικός |
accoutumance | accoutumances |
accoutumance (fr) θηλυκό