Μετάβαση στο περιεχόμενο

accroc

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
accroc accrocs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

accroc (fr) αρσενικό

  1. το τράβηγμα
  2. η μικρή δυσκολία