accru
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- accru < accroître
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
accru | accrus |
accru (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
accru | accrus |
accru (fr) αρσενικό