accumulate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | accumulate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | accumulates |
αόριστος | accumulated |
παθητική μετοχή | accumulated |
ενεργητική μετοχή | accumulating |
Ρήμα
[επεξεργασία]accumulate (en)
- (μεταβατικό) συσσωρεύω, μαζεύω, αυξάνω σταδιακά σε αριθμό ή ποσότητα σε μια χρονική περίοδο
- (αμετάβατο) συσσωρεύομαι, αυξάνομαι σταδιακά σε αριθμό ή ποσότητα σε μια χρονική περίοδο