Μετάβαση στο περιεχόμενο

accumulation

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
accumulation accumulations

accumulation (fr) θηλυκό