accumulation
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
accumulation | accumulations |
accumulation (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
accumulation | accumulations |
accumulation (fr) θηλυκό