acescence

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
acescence acescences

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

acescence (fr) θηλυκό