achalandage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
achalandage | achalandages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
achalandage (fr) αρσενικό
- (νομικός όρος) η πελατεία
- (νομικός όρος) το σύνολο των εμπορευμάτων που παρουσιάζονται στο κοινό