achalandeur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
achalandeur | achalandeurs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
achalandeur (fr) αρσενικό
- αυτός που εργάζεται σε στενή επαφή με το κοινό
ενικός | πληθυντικός |
achalandeur | achalandeurs |
achalandeur (fr) αρσενικό