acide carbonique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- acide carbonique < → δείτε τις λέξεις acide και carbonique
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
acide carbonique (fr) αρσενικό
- (χημεία) το ανθρακικό οξύ