acipensero
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- acipensero < acipenser- + -o
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | acipensero | acipenseroj |
αιτιατική | acipenseron | acipenserojn |
acipensero (eo)
- (ψάρι) ο οξύρρυγχος