acquetta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- acquetta < acqua
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /akˈkwet.ta/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]acquetta (it) θηλυκό (πληθυντικός acquette)
- (μετεωρολογία) το ψιλόβροχο
Πηγές
[επεξεργασία]- acquetta - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).