acquired
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
acquired (en)
Επίθετο[επεξεργασία]
acquired (en)
- αόριστος και παθητική μετοχή του ρήματος acquire