acrobate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.kʁɔ.bat/
 

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
acrobate < ακροβάτης

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.kʁɔ.bat/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
acrobate acrobates

acrobate (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ακροβάτης
  2. ακροβάτισσα

Συγγενικά

[επεξεργασία]