activitate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

activitate (ro) θηλυκό

  1. η δραστηριότητα
  2. η απασχόληση

Κλίση[επεξεργασία]