actuate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας actuate
γ΄ ενικό ενεστώτα actuates
αόριστος actuated
παθητική μετοχή actuated
ενεργητική μετοχή actuating

Ετυμολογία [επεξεργασία]

actuate, 17ος αιώνας: ενεργοποιώ (π.χ. μηχάνημα) > ύστερος 16ος αιώνας κινητοποιώ σε δράση, προκαλώ την ζωντάνια, ζωντανεύω, αναζωογονώ < αρχική σημασία: επιτελώ στην πράξη < μεσαιωνικά λατινικά actuat- (επιτελούμενος, ενεργοποιημένος) < ρήμα actuare < λατινική actus (→ δείτε και τη λέξη act)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈæk.tʃu.eɪt/ & /ˈæk.tju.eɪt/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈæk.tʃu.eɪt/ (ΗΠΑ)
 
 

Ρήμα[επεξεργασία]

actuate (en) (επίσημο)

  1. (μεταβατικό) ενεργοποιώ, κινητοποιώ
  2. (μεταβατικό) κινώ, παρακινώ κάποιον σε μια πράξη ή ενέργεια
    He was actuated by patriotism.
    Κινήθηκε από πατριωτισμό.
    What actuated him to refuse?
    Τι τον παρακίνησε να αρνηθεί;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη motivate

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]