actuate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- actuate, 17ος αιώνας: ενεργοποιώ (π.χ. μηχάνημα) > ύστερος 16ος αιώνας κινητοποιώ σε δράση, προκαλώ την ζωντάνια, ζωντανεύω, αναζωογονώ < αρχική σημασία: επιτελώ στην πράξη < μεσαιωνικά λατινικά actuat- (επιτελούμενος, ενεργοποιημένος) < ρήμα actuare < λατινική actus (→ δείτε και τη λέξη act)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈæk.tʃu.eɪt/ και /ˈæk.tju.eɪt/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ˈæk.tʃu.eɪt/ (ΗΠΑ)
Ρήμα[επεξεργασία]
actuate (en)