adénosine
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- adénosine < adénine < αρχαία ελληνική ἀδήν
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.de.nɔ.zin/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
adénosine (fr) θηλυκό