adăuga

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

adăuga (ro)

  • adăug, στο τρίτο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής