adamant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
adamant (en)
- αδιάλλακτος, ανένδοτος, ανυποχώρητος, που δεν αλλάζει θέση, δεν υποχωρεί, αμετάπειστος, επίμονος