Μετάβαση στο περιεχόμενο

adamant

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός adamant
συγκριτικός more adamant
υπερθετικός most adamant

Επίθετο

[επεξεργασία]

adamant (en)

  • ανένδοτος, άκαμπτος, ανυποχώρητος, αμετάπειστος, που δεν αλλάζει θέση ή που δεν υποχωρεί
      He is adamant on this issue.
    Σ' αυτό το θέμα είναι ανένδοτος.
      She was adamant with her.
    Ήταν άκαμπτη μαζί της.
      The strikers remained adamant in their demands.
    Οι απεργοί έμειναν ανυποχώρητοι στα αιτήματά τους.
      Say what you will but he is adamant.
    Ό,τι και να πεις εσύ, αυτός είναι αμετάπειστος.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη uncompromising