address
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
address (en)
- διεύθυνση
- (πληροφορική) διεύθυνση μνήμης
- δείτε επίσης: Memory address στην αγγλική Βικιπαίδεια
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- (πληροφορική) address space, base address
- (δίκτυο υπολογιστών) hardware address, IP address, loopback address, MAC address, physical address
- (διαδίκτυο) e-mail address, web address
Ρήμα[επεξεργασία]
address (en)
- απευθύνομαι σε κάποιον
- εστιάζω θεματικά σε κάτι (πχ σε ομιλία, κείμενο, ανάλυση, αντιμετώπιση προβλήματος κτλ)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
address στην αγγλική Βικιπαίδεια