adent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
adent adents

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

adent (fr) αρσενικό

  • εγκοπές που χαράσσονται σε δύο κομμάτια ξύλου έτσι ώστε να κολλήσουν τέλεια

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]