Μετάβαση στο περιεχόμενο

adhérence

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
adhérence adhérences

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

adhérence (fr) θηλυκό

  • η προσκόλληση, η τάση ενός υλικού να παραμένει για ελάχιστο χρονικό διάστημα σε επαφή με ένα άλλο

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη adhérer