adheraĵo
(Ανακατεύθυνση από adherajxo)
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | adheraĵo | adheraĵoj |
αιτιατική | adheraĵon | adheraĵojn |
adheraĵo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | adheraĵo | adheraĵoj |
αιτιατική | adheraĵon | adheraĵojn |
adheraĵo (eo)