adhortor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

adhortor < ad- + hortor

Ρήμα[επεξεργασία]

adhortor (la) (αποθετικό ρήμα) (adhortor1, adhortātus sum, adhortārī)

  1. προτρέπω
  2. ενθαρρύνω

Κλίση[επεξεργασία]