adiabatique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
adiabatique | adiabatiques |
adiabatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
adiabatique | adiabatiques |
adiabatique (fr) θηλυκό
- (φυσική) η αδιαβατική μεταβολή