adiposité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
adiposité | adiposités |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
adiposité (fr) θηλυκό
- η λιπαρότητα, το πάχος
ενικός | πληθυντικός |
adiposité | adiposités |
adiposité (fr) θηλυκό