Μετάβαση στο περιεχόμενο

adiposité

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
adiposité adiposités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

adiposité (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]