adjustment
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
adjustment | adjustments |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
adjustment (en)
- η διευθέτηση, η προσαρμογή
- ↪ Agreement on gradual fiscal adjustment for the countries with high public debt.
- Συμφωνία για σταδιακή δημοσιονομική προσαρμογή για τις χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος.
- ↪ Agreement on gradual fiscal adjustment for the countries with high public debt.