adjustment

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
adjustment adjustments

Ετυμολογία [επεξεργασία]

adjustment < adjust + -ment

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

adjustment (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η προσαρμογή, η ρύθμιση, μια μικρή αλλαγή που γίνεται σε κάτι για να το διορθώσει ή να το βελτιώσει
    Agreement on gradual fiscal adjustment for the countries with high public debt.
    Συμφωνία για σταδιακή δημοσιονομική προσαρμογή για τις χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος.
    an adjustment of sound in a radio broadcast - ρύθμιση ήχου σε ραδιοφωνική εκπομπή

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη adjust

Πηγές[επεξεργασία]