administré
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | administré | administrés |
θηλυκό | administrée | administrées |
administré (fr) αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη administrer
Μετοχή[επεξεργασία]
administré (fr) αρσενικό (θηλυκό administrée)
- μετοχή αορίστου του ρήματος administrer: διοικούμενος
Παράγωγα[επεξεργασία]
- bien administré: ευνομούμενος