administristo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- administristo < administr- + -ist- + -o
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | administristo | administristoj |
αιτιατική | administriston | administristojn |
administristo (eo)
- ο διοικητής, ο διαχειριστής