admis
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | admis | admis |
θηλυκό | admise | admises |
Επίθετο
[επεξεργασία]admis (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | admis | admis |
θηλυκό | admise | admises |
admis (fr)