admissible
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | admissible |
συγκριτικός | more admissible |
υπερθετικός | most admissible |
Επίθετο
[επεξεργασία]admissible (en)
- παραδεκτός, επιτρεπτός, που μπορεί να επιτραπεί ή να γίνει αποδεκτό, ειδικά στο δικαστήριο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
admissible | admissibles |
Επίθετο
[επεξεργασία]admissible (fr) αρσενικό ή θηλυκό