admittance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- admittance < admit
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]admittance (en)
- είσοδος, το δικαίωμα εισόδου
- εισαγωγή σε νοσοκομείο
- (φυσική) η αγωγιμότητα. Διαφέρει από τον όρο conductance κατά το ότι λαμβάνει υπόψη εκτός από τις φυσικές ιδιότητες του αγωγού και άλλες δυναμικές παραμέτρους